ετησιοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετησιοποιημένος η ετησιοποιημένη το ετησιοποιημένο
      γενική του ετησιοποιημένου της ετησιοποιημένης του ετησιοποιημένου
    αιτιατική τον ετησιοποιημένο την ετησιοποιημένη το ετησιοποιημένο
     κλητική ετησιοποιημένε ετησιοποιημένη ετησιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετησιοποιημένοι οι ετησιοποιημένες τα ετησιοποιημένα
      γενική των ετησιοποιημένων των ετησιοποιημένων των ετησιοποιημένων
    αιτιατική τους ετησιοποιημένους τις ετησιοποιημένες τα ετησιοποιημένα
     κλητική ετησιοποιημένοι ετησιοποιημένες ετησιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετησιοποιημένος < ετήσιος + -ο- + -ποιημένος

Επίθετο[επεξεργασία]

ετησιοποιημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]