ευφορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ευφορικός, -ή, -ό
- που προκαλεί ψυχική ευφορία
- Το 2004, ο τόνος ήταν ευφορικός, αντι-απαισιόδοξος, φιλικός προς τον χρήστη, όπως εκείνα τα καταιγιστικά διαφημιστικά μηνύματα των τραπεζών και της κινητής τηλεφωνίας της εποχής. (Νικόλας Σεβαστάκης, Δυο καλοκαίρια: 2004/2011, εφημερίδα ΑΥΓΗ, 26/06/2011)
- (ειδικότερα) για φαρμακευτικές ψυχοτρόπες ουσίες
- το αλκοόλ και η κάνναβις κατατάσσονται στις ευφορικές ουσίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευφορικός
|