εἵλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
εἱλωτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | εἵλως | οἱ | εἵλωτες | |
γενική | τοῦ | εἵλωτος | τῶν | εἱλώτων | |
δοτική | τῷ | εἵλωτῐ | τοῖς | εἵλωσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | εἵλωτᾰ | τοὺς | εἵλωτᾰς | |
κλητική ὦ! | εἵλως | εἵλωτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἵλωτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | εἱλώτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εἵλως < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εἵλως αρσενικό (& εἱλώτης (θηλυκό εἱλωτίς)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- εἵλως, Εἵλως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρως' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρως' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρως' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρως' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)