ζαχαροκούλουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαχαροκούλουρο < ζάχαρ(η) + -ο- + κουλούρ(ι) + -ο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈku.lu.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρο‐κού‐λου‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαχαροκούλουρο ουδέτερο
- (γλυκό) κουλούρι με βούτυρο και ζάχαρη
- ※ Όταν έφτασε εκεί, βρήκε το τραπέζι παστρεμένο. Δεν είχε μείνει ούτε ένα από κείνα τα ζαχαροκούλουρα που πουλιούνται πέντε σολδιά τη λίτρα. Υπήρχαν μονάχα στον τοίχο τα λυγερά κρινολούλουδα, τ’ ανάμεικτα με τριανταφυλλιές, που είχε ζωγραφίσει στα 1434 ο Ματθαίος Μπιτέρν.
- Βίκτωρ Ουγκώ (μτφ. Γιώργος Κοτζιούλας), Η Παναγία των Παρισίων, Θεσσαλονική: Μαλλιάρης Παιδεία, 2019. σελ. 148.
- ※ Όταν έφτασε εκεί, βρήκε το τραπέζι παστρεμένο. Δεν είχε μείνει ούτε ένα από κείνα τα ζαχαροκούλουρα που πουλιούνται πέντε σολδιά τη λίτρα. Υπήρχαν μονάχα στον τοίχο τα λυγερά κρινολούλουδα, τ’ ανάμεικτα με τριανταφυλλιές, που είχε ζωγραφίσει στα 1434 ο Ματθαίος Μπιτέρν.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζαχαροκούλουρο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ζαχαροκούλουρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)