ζεολιθοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεολιθοφόρος < ζεόλιθ(ος) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
[επεξεργασία]ζεολιθοφόρος
- που περιέχει ζεόλιθο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεολιθοφόρος
|