ζωοτεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοτεχνία οι ζωοτεχνίες
      γενική της ζωοτεχνίας των ζωοτεχνιών
    αιτιατική τη ζωοτεχνία τις ζωοτεχνίες
     κλητική ζωοτεχνία ζωοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωοτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zootechnie[1] < αρχαία ελληνική ζῷον + τέχνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωοτεχνία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]