ηλεκτροπληξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηλεκτροπληξία < ηλεκτρο- + -πληξία (< πλήττω) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική electric shock)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτροπληξία θηλυκό
- η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος μεγάλης τάσης ή/και έντασης από τους ιστούς ζωντανού οργανισμού, συνήθως ως αποτέλεσμα ατυχήματος, καθώς και οι βλάβες που προκαλούνται εξαιτίας της έκθεσης αυτής (π.χ. στο νευρικό σύστημα, τη λειτουργία της καρδιάς, καταστροφή μυϊκού ιστού, εγκαύματα)
- ασφαλίστε τις πρίζες στο σπίτι σας, για να προφυλάξετε τα μικρά παιδιά από ηλεκτροπληξία
- ένας εργάτης πέθανε από ηλεκτροπληξία, όταν ήρθε σε επαφή το μηχάνημα που χειριζόταν με τα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτροπληξία