ηλιοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοτυπία θηλυκό
- (τυπογραφία) μέθοδος εκτύπωσης με το άπλωμα ειδικού υλικού σε λιθογραφική πλάκα και έκθεση στον ήλιο
- (τυπογραφία) (κατ’ επέκταση) πρόχειρη εκτύπωση για τελική έγκριση πριν την παραγωγή