θανατολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θανατολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Thanatologie < thanato- + -logie (μορφολογικά αναλύεται σε θανατο- + -λογία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θανατολογία θηλυκό
- (ψυχολογία, κοινωνικές επιστήμες) επιστήμη που μελετά τους ποικίλους μηχανισμούς και διεργασίες του θανάτου, αλλά και των μεταθανάτιων επιπτώσεων, συνδυάζοντας δεδομένα από διάφορες πλευρές, όπως από την ιατρική, τη νομική, την τεχνολογία, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τις κοινωνικές επιστήμες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θανατολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θανατο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)