θανατολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανατολογία οι θανατολογίες
      γενική της θανατολογίας των θανατολογιών
    αιτιατική τη θανατολογία τις θανατολογίες
     κλητική θανατολογία θανατολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θανατολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Thanatologie < thanato- + -logie (μορφολογικά αναλύεται σε θανατο- + -λογία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θανατολογία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]