θεσμοθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεσμοθεσία < ελληνιστική κοινή θεσμοθεσία < αρχαία ελληνική θεσμός + θέσις < τίθημι. Συγχρονικά αναλύεται σε θεσμ(ός) + -ο- + -θεσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεσμοθεσία θηλυκό
- συνώνυμο του θεσμοθέτηση
- το σύνολο των θεσμών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θεσμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεσμοθεσία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεσία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)