θρησκοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θρησκοφοβικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την θρησκοφοβία ή αναφέρεται σ’ αυτήν ή χαρακτηρίζεται από αυτήν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρησκοφοβικός
|