ιδιοπαραγόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοπαραγόμενος η ιδιοπαραγόμενη το ιδιοπαραγόμενο
      γενική του ιδιοπαραγόμενου της ιδιοπαραγόμενης του ιδιοπαραγόμενου
    αιτιατική τον ιδιοπαραγόμενο την ιδιοπαραγόμενη το ιδιοπαραγόμενο
     κλητική ιδιοπαραγόμενε ιδιοπαραγόμενη ιδιοπαραγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοπαραγόμενοι οι ιδιοπαραγόμενες τα ιδιοπαραγόμενα
      γενική των ιδιοπαραγόμενων των ιδιοπαραγόμενων των ιδιοπαραγόμενων
    αιτιατική τους ιδιοπαραγόμενους τις ιδιοπαραγόμενες τα ιδιοπαραγόμενα
     κλητική ιδιοπαραγόμενοι ιδιοπαραγόμενες ιδιοπαραγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιοπαραγόμενος < ιδιο- + παραγόμενος

Μετοχή[επεξεργασία]

ιδιοπαραγόμενος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]