ιδιοπαραγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοπαραγόμενος < ιδιο- + παραγόμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
ιδιοπαραγόμενος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοπαραγόμενος
|