ιδιόμελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιόμελος η ιδιόμελη το ιδιόμελο
      γενική του ιδιόμελου της ιδιόμελης του ιδιόμελου
    αιτιατική τον ιδιόμελο την ιδιόμελη το ιδιόμελο
     κλητική ιδιόμελε ιδιόμελη ιδιόμελο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιόμελοι οι ιδιόμελες τα ιδιόμελα
      γενική των ιδιόμελων των ιδιόμελων των ιδιόμελων
    αιτιατική τους ιδιόμελους τις ιδιόμελες τα ιδιόμελα
     κλητική ιδιόμελοι ιδιόμελες ιδιόμελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιόμελος < → δείτε τις λέξεις ίδιος και μέλος

Επίθετο[επεξεργασία]

ιδιόμελος, -η, -ο

  • (φιλολογία) αυτός που έχει δική του, ιδιαίτερη, μελωδία
    ιδιόμελος ύμνος
    ιδιόμελη ωδή
    ιδιόμελο τροπάριο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]