ιδιόμελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιόμελος, -η, -ο
- (φιλολογία) αυτός που έχει δική του, ιδιαίτερη, μελωδία
- ιδιόμελος ύμνος
- ιδιόμελη ωδή
- ιδιόμελο τροπάριο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιόμελος
|