ισπανομαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισπανομαθής | η | ισπανομαθής | το | ισπανομαθές |
γενική | του | ισπανομαθούς* | της | ισπανομαθούς | του | ισπανομαθούς |
αιτιατική | τον | ισπανομαθή | την | ισπανομαθή | το | ισπανομαθές |
κλητική | ισπανομαθή(ς) | ισπανομαθής | ισπανομαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισπανομαθείς | οι | ισπανομαθείς | τα | ισπανομαθή |
γενική | των | ισπανομαθών | των | ισπανομαθών | των | ισπανομαθών |
αιτιατική | τους | ισπανομαθείς | τις | ισπανομαθείς | τα | ισπανομαθή |
κλητική | ισπανομαθείς | ισπανομαθείς | ισπανομαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισπανομαθής < ισπανός + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
Επίθετο
[επεξεργασία]ισπανομαθής, -ής, -ές
- αυτός που γνωρίζει την ισπανική γλώσσα και γενικότερα έχει γαλουχηθεί με την ισπανική κουλτούρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισπανομαθής
|