κάγκελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάγκελο | τα | κάγκελα |
γενική | του | κάγκελου | των | κάγκελων |
αιτιατική | το | κάγκελο | τα | κάγκελα |
κλητική | κάγκελο | κάγκελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάγκελο < ελληνιστική κοινή κάγκελον < λατινική cancellus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάγκελο ουδέτερο
- μεταλλική συνήθως κατασκευή από παράλληλες κατακόρυφες ράβδους που ενώνονται σε δύο ή περισσότερα σημεία από οριζόντιες δοκούς και χρησιμοποιείται στην περίφραξη χώρων ή μπαλκονιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- έμεινα κάγκελο: ήμουν ακίνητος και δεν κουνιόμουν από την έκπληξή μου ή τον φόβο μου
- έμεινε κάγκελο ο άνθρωπος με αυτά που του είπες!
- πίσω από τα κάγκελα: στη φυλακή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κάγκελο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάγκελο