καγκελένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καγκελένιος η καγκελένια το καγκελένιο
      γενική του καγκελένιου της καγκελένιας του καγκελένιου
    αιτιατική τον καγκελένιο την καγκελένια το καγκελένιο
     κλητική καγκελένιε καγκελένια καγκελένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καγκελένιοι οι καγκελένιες τα καγκελένια
      γενική των καγκελένιων των καγκελένιων των καγκελένιων
    αιτιατική τους καγκελένιους τις καγκελένιες τα καγκελένια
     κλητική καγκελένιοι καγκελένιες καγκελένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καγκελένιος < κάγκελ(ο) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaŋ.ɟeˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐γκε‐λέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

καγκελένιος, -α, -ο

  • που είναι φτιαγμένος από κάγκελο
    ※  Παντρεύεται μια λυγερή κι όλος ο κόσμος θα χαρεί, / παίρνει προίκα και ελιές και πολλές αμυγδαλιές, / παίρνει προίκα και λιοτρίβι, / καγκελένιο έχει το φρύδι.
    Παντρεύεται μια λυγερή, δημοτικό τραγούδι, @domnasamiou.gr
    ※  Πέρασαν την καγκελένια πόρτα του κήπου στο σπίτι της. Γυαλιστερά φυλλάδια υποψηφίων παντού. «Να έρθουν να μου σκουπίσουν», γκρίνιαξε αυτή και τον τράβηξε απ’ το χέρι προς την επόμενη είσοδο.
    Στέλλα Αλαφούζου, Δαγκωτό…, athensvoice.gr, 25 Ιανουαρίου 2015
    ※  Απέναντι από την κλειστή καντίνα στον δρόμο Καλαμάκι – Λαγανάς και δίπλα στην καγκελένια είσοδο που οδηγεί στην μοναδική κατοικία μέσα στο προστατευόμενο αμμοθινικό οικοσύστημα, βρισκόταν μια μπουλντόζα εντός των αμμοθινών. Δίπλα της και παράλληλα με τον δρόμο για 50 μέτρα υπήρχαν σωροί φερτών υλικών επιχωματώνοντας τις αμμοθίνες και ισοπεδώνοντας την περίφραξη.
    Καλαμάκι - Σύλληψη χειριστή μπουλντόζας για έργα εντός των αμμοθινών, Ημέρα Ζακύνθου, 7 Φεβρουαρίου 2022

Μεταφράσεις[επεξεργασία]