καβάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβάδι τα καβάδια
      γενική του καβαδιού των καβαδιών
    αιτιατική το καβάδι τα καβάδια
     κλητική καβάδι καβάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβάδι < μεσαιωνική ελληνική καβάδιν < τοπωνύμιο Κάβαδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈva.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βά‐δι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβάδι ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) είδος επενδύτη περσικής προέλευσης, το καφτάνι
  2. (ενδυμασία) επενδύτης από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα, μανδύας ή κάπα που φοριόταν τον χειμώνα

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]