καθαρόαιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καθαρόαιμος, -η, -ο
- προερχόμενος από είδος που δεν προέκυψε από διασταύρωση ειδών
- Αυτό είναι καθαρόαιμο αραβικό άλογο, για αυτό η χαίτη του έχει τέτοια λάμψη.