κακοβάσταγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κακοβάσταγος, -η, -ο
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) που δύσκολα κάποιος το βαστά, το υποφέρει
- ※ Όχι· με φτάνει κι όσο τ᾽ αδερφού μου η μοίρα / του Άτλαντα με πονεί [...] – κακοβάσταγο βάρος.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr για το «ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον» ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 350
- ※ Όχι· με φτάνει κι όσο τ᾽ αδερφού μου η μοίρα / του Άτλαντα με πονεί [...] – κακοβάσταγο βάρος.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Λέξη χωρίς διάδοση· απαντά μόνο σε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων από τον Ι. Γρυπάρη, ως απόδοση λέξεων/όρων όπως «οὐκ εὐάγκαλος» ή «δύσπονος». (Χρειάζεται πηγή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοβάσταγος
→ δείτε τις λέξεις δυσβάσταχτος και ασήκωτος |
Πηγές[επεξεργασία]
- κακοβάσταγος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)