κακοστρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοστρωμένος < μετοχή παθ. παρακ. του ρήματος κακοστρώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ko.stɾoˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
κακοστρωμένος, -η, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοστρωμένος
|