καρακόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρακόλι | τα | καρακόλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καρακόλι | τα | καρακόλια |
κλητική | καρακόλι | καρακόλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρακόλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karakol + -ι
- Η τουρκική λέξη σύμφωνα με μία άποψη προέρχεται από τη βενετική caraguol [1] < ισπανική caracol ή σύμφωνα με άλλη άποψη από τη μογγολική karagul / qarayul (φρουρά). → δείτε τη λέξη καραούλι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈko.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐κό‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρακόλι ουδέτερο
- (στρατιωτική αργκό) στρατονόμος
- (μεταφορικά, κρητικά) αστυνομική περίπολος
- (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) πολεμική τακτική έφιππων μονάδων κατά τον 16ο αιώνα
- (λαϊκό, παρωχημένο) δασοφύλακας
- (λαϊκό, παρωχημένο) χωροφύλακας
- (μεταφορικά, παρωχημένο) ενέδρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρακόλι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καρακόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)