χωροφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χωροφύλακας | οι | χωροφύλακες & χωροφυλάκοι |
γενική | του | χωροφύλακα | των | χωροφυλάκων |
αιτιατική | τον | χωροφύλακα | τους | χωροφύλακες & χωροφυλάκους |
κλητική | χωροφύλακα | χωροφύλακες & χωροφυλάκοι | ||
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. Και κλητική ενικού στην καθαρεύουσα ή σε ειρωνικό ύφος: χωροφύλαξ. | ||||
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χωροφύλαξ (φύλακας περιοχής). Συγχρονικά αναλύεται σε χώρ(α) + -ο- + -φύλακας.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xo.ɾoˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ρο‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωροφύλακας αρσενικό
- (γενικότερα, επάγγελμα) μέλος της χωροφυλακής
- (ειδικότερα) ο κατώτατος βαθμός στη χωροφυλακή
- (μεταφορικά) που επιτηρεί, που επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους
- ↪ από τότε που ήρθε η θεία μας στο σπίτι μουσαφίρισσα, έχουμε μόνιμα ένα χωροφύλακα που δεν του ξεφεύγει τίποτα!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέλος της χωροφυλακής
Πηγές[επεξεργασία]
- χωροφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χωροφύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)