καραμελωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραμελωμένος η καραμελωμένη το καραμελωμένο
      γενική του καραμελωμένου της καραμελωμένης του καραμελωμένου
    αιτιατική τον καραμελωμένο την καραμελωμένη το καραμελωμένο
     κλητική καραμελωμένε καραμελωμένη καραμελωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραμελωμένοι οι καραμελωμένες τα καραμελωμένα
      γενική των καραμελωμένων των καραμελωμένων των καραμελωμένων
    αιτιατική τους καραμελωμένους τις καραμελωμένες τα καραμελωμένα
     κλητική καραμελωμένοι καραμελωμένες καραμελωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καραμελωμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

καραμελωμένος, -η, -ο

  1. που έχει καραμελωθεί
    επιβιώνει κυρίως πουλώντας καραμελωμένα μήλα στα πανηγύρια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]