κατάκειμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατάκειμαι < αρχαία ελληνική κατάκειμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + κείμαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈta.ci.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐κει‐μαι

κατάκειμαι

  1. βρίσκομαι ξαπλωμένος στο έδαφος
  2. (ιατρική) είμαι κατάκοιτος, ασθενώ βαριά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατάκειμαι < κατά- + κεῖμαι

κατάκειμαι

  1. είμαι ξαπλωμένος
  2. είμαι κρυμμένος, παραμονεύω
  3. είμαι σε κατάσταση αποθήκευσης
  4. (ιατρική) ξαπλώνω ως ασθενής
  5. τεμπελιάζω
  6. ξαπλώνω κατά τη διάρκεια γεύματος
  7. (για στεριά) που βρίσκεται σε λοξή θέση ως προς τη θάλασσα