κατάκλισις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάκλισῐς | αἱ | κατακλίσεις |
γενική | τῆς | κατακλίσεως | τῶν | κατακλίσεων |
δοτική | τῇ | κατακλίσει | ταῖς | κατακλίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάκλισῐν | τὰς | κατακλίσεις |
κλητική ὦ! | κατάκλισῐ | κατακλίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατακλίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κατακλισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάκλισις < κατακλίνω, κατακλι- + -σις < κατά + αρχαία ελληνική κλίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάκλισις, -εως θηλυκό
- το να κάνω κάποιον να καθίσει, να κατακλιθεί
- το να κάθομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις κλάσις και κλάω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κατάκλισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)