κατάνυξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάνυξη < μεσαιωνική ελληνική κατάνυξις (ίδια σημασία) < ελληνιστική κοινή κατάνυξις < κατά + νύξις < αρχαία ελληνική νύσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάνυξη θηλυκό
- αίσθημα που περιλαμβάνει σεβασμό, ευλάβεια και συγκίνηση, συνήθως σε σχέση με κάποια θεϊκή ή μεταφυσική παράσταση ή έννοια
- (κατ' επέκταση) επίδειξη προσοχής και σεβασμού
- όλοι παρακολουθούσαν την ομιλία του με θρησκευτική κατάνυξη
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάνυξη