κατάνυξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάνυξη οι κατανύξεις
      γενική της κατάνυξης* των κατανύξεων
    αιτιατική την κατάνυξη τις κατανύξεις
     κλητική κατάνυξη κατανύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατανύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάνυξη < μεσαιωνική ελληνική κατάνυξις (ίδια σημασία) < (ελληνιστική κοινήκατάνυξις < κατά + νύξις < αρχαία ελληνική νύσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάνυξη θηλυκό

  1. αίσθημα που περιλαμβάνει σεβασμό, ευλάβεια και συγκίνηση, συνήθως σε σχέση με κάποια θεϊκή ή μεταφυσική παράσταση ή έννοια
  2. (κατ’ επέκταση) επίδειξη προσοχής και σεβασμού
    όλοι παρακολουθούσαν την ομιλία του με θρησκευτική κατάνυξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]