καταβυθιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταβυθιστής οι καταβυθιστές
      γενική του καταβυθιστή των καταβυθιστών
    αιτιατική τον καταβυθιστή τους καταβυθιστές
     κλητική καταβυθιστή καταβυθιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταβυθιστής < καταβυθίζω + -τής < αρχαία ελληνική καταβυθίζω < κατα- + βυθίζω < βυθός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Dunker / Tunker)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταβυθιστής αρσενικό

  1. αυτός που καταβυθίζει
  2. (θρησκεία) οπαδός θρησκευτικής αίρεσης των βαπτιστών στη Γερμανία του 17ου αιώνα
    Ωστόσο, ξέχωρα από τις μισοκομμουνιστικές κοινότητες της πρώτης περιόδου, μια βαπτιστική αίρεση, οι λεγόμενοι «Καταβυθιστές» (γερ­μανικά: tunker, αγγλικά: dunckards, ολλανδικά: dompelaers), εξακο­λουθεί μέχρι σήμερα να καταδικάζει τη μόρφωση και κάθε μορφή ιδιοκτησίας πέρα από τα απαραίτητα για τη ζωή. (Μαξ Βέμπερ, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε., ISBN 978-960-469-701-4, σελ. 111)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Tunkers στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]