καταδιωκόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδιωκόμενος η καταδιωκόμενη το καταδιωκόμενο
      γενική του καταδιωκόμενου της καταδιωκόμενης του καταδιωκόμενου
    αιτιατική τον καταδιωκόμενο την καταδιωκόμενη το καταδιωκόμενο
     κλητική καταδιωκόμενε καταδιωκόμενη καταδιωκόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδιωκόμενοι οι καταδιωκόμενες τα καταδιωκόμενα
      γενική των καταδιωκόμενων των καταδιωκόμενων των καταδιωκόμενων
    αιτιατική τους καταδιωκόμενους τις καταδιωκόμενες τα καταδιωκόμενα
     κλητική καταδιωκόμενοι καταδιωκόμενες καταδιωκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

καταδιωκόμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]