καυστικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καυστικοποίηση | οι | καυστικοποιήσεις |
γενική | της | καυστικοποίησης | των | καυστικοποιήσεων |
αιτιατική | την | καυστικοποίηση | τις | καυστικοποιήσεις |
κλητική | καυστικοποίηση | καυστικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καυστικοποίηση < καυστικός + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kaustizierung)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaf.sti.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐στι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καυστικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία πύρωσης ενός γεωυλικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καυστικοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)