κεντρομερές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεντρομερές τα κεντρομερή
      γενική του κεντρομερούς των κεντρομερών
    αιτιατική το κεντρομερές τα κεντρομερή
     κλητική κεντρομερές κεντρομερή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντρομερές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική centromere < αρχαία ελληνική κέντρον + μέρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεντρομερές ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Centromere στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]