κεραμόσκεπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεραμόσκεπος < κεραμο- (< αρχαία ελληνική κέραμος) + -σκεπος (< αρχαία ελληνική σκέπω)
Επίθετο
[επεξεργασία]κεραμόσκεπος, -ής, -ές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεραμόσκεπος
|