κεραυνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραυνικός η κεραυνική το κεραυνικό
      γενική του κεραυνικού της κεραυνικής του κεραυνικού
    αιτιατική τον κεραυνικό την κεραυνική το κεραυνικό
     κλητική κεραυνικέ κεραυνική κεραυνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραυνικοί οι κεραυνικές τα κεραυνικά
      γενική των κεραυνικών των κεραυνικών των κεραυνικών
    αιτιατική τους κεραυνικούς τις κεραυνικές τα κεραυνικά
     κλητική κεραυνικοί κεραυνικές κεραυνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεραυνικός < κεραυνός + κεραυν(ός) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ce.ɾav.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ραυ‐νι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

κεραυνικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]