κεφαλαιοκρατία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεφαλαιοκρατία < κεφαλαιο- + -κρατία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitalisme[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.fa.le.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λαι‐ο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεφαλαιοκρατία θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις κεφαλαιοκράτης, κεφάλαιο, κεφάλι και κρατώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεφαλαιοκρατία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κεφαλαιοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κεφαλαιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)