Μετάβαση στο περιεχόμενο

κεφαλαιοκρατία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλαιοκρατία οι κεφαλαιοκρατίες
      γενική της κεφαλαιοκρατίας των κεφαλαιοκρατιών
    αιτιατική την κεφαλαιοκρατία τις κεφαλαιοκρατίες
     κλητική κεφαλαιοκρατία κεφαλαιοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφαλαιοκρατία < κεφαλαιο- + -κρατία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitalisme[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.fa.le.o.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλαιοκρατία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφαλαιοκρατία θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]