κεφαλιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κεφαλιάτικος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κεφαλικός (που αναφέρεται στον κεφαλικό φόρο, στο χαράτσι)
- (ουσιαστικοποιημένο) κεφαλιάτικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλιάτικος
|