κηδεμονευόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηδεμονευόμενος η κηδεμονευόμενη το κηδεμονευόμενο
      γενική του κηδεμονευόμενου της κηδεμονευόμενης του κηδεμονευόμενου
    αιτιατική τον κηδεμονευόμενο την κηδεμονευόμενη το κηδεμονευόμενο
     κλητική κηδεμονευόμενε κηδεμονευόμενη κηδεμονευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηδεμονευόμενοι οι κηδεμονευόμενες τα κηδεμονευόμενα
      γενική των κηδεμονευόμενων των κηδεμονευόμενων των κηδεμονευόμενων
    αιτιατική τους κηδεμονευόμενους τις κηδεμονευόμενες τα κηδεμονευόμενα
     κλητική κηδεμονευόμενοι κηδεμονευόμενες κηδεμονευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

κηδεμονευόμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]