κιμπερλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιμπερλίτης < αγγλική kimberlite < Kimberley (πόλη της Νοτίου Αφρικής, όπου πρωτοβρέθηκε το ορυκτό) < Kyneburga < αγγλοσαξονική cyne- (βασιλικός) + burh (φρούριο) + lēah (ξέφωτο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιμπερλίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό / πυριγενές πέτρωμα (περιδοτίτης) με μεγάλη περιεκτικότητα σε άνθρακα (συχνά περιέχει διαμάντια)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Kimberlite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιμπερλίτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)