κλιμακοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κλιμακοφόρος, -ος ή -α, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλιμακοφόρος
|
κλιμακοφόρος, -ος ή -α, -ο
|