κνημίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κνημίς αἱ κνημῖδες
      γενική τῆς κνημῖδος τῶν κνημίδων
      δοτική τῇ κνημῖδ ταῖς κνημῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κνημῖδ τὰς κνημῖδᾰς
     κλητική ! κνημίς* κνημῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κνημῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κνημίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρχαίος Αθηναίος οπλίτης βάζει την κνημίδα του. Αττικός αμφορέας 550-520 πκε

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κνημίς < κνήμ(η) +-ίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κνημίς, -ῖδος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κνήμη


Δείτε επίσης

[επεξεργασία]