κοινοβιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινοβιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]κοινοβιακός
- αυτός που αναφέρεται σε κοινόβιο
- κοινοβιακή ζωή, κοινοβιακός μοναχισμός