κοινωνιόδραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινωνιόδραμα < κοινωνί(α) + -ό- + δράμα, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sociodrame[1] < αρχαία ελληνική δρᾶμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινωνιόδραμα ουδέτερο
- (ψυχιατρική, θέατρο) ψυχοθεραπευτική τεχνική μέθοδος που εφαρμόζεται σε ομάδα τα μέλη της οποίας αυθόρμητα παρουσιάζουν κάποιο θέμα σε θεατρική παράσταση.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινωνιόδραμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)