κοκκυγωδυνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκκυγωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: coccydynia < ελληνιστική κοινή κόκκυξ + αρχαία ελληνική ὀδύνη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.ci.ɣo.ðiˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κυ‐γω‐δυ‐νί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοκκυγωδυνία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στον κόκκυγα
- ※ Η κοκκυγωδυνία είναι ιδιαίτερα επώδυνο νόσημα, στο οποίο ο πόνος στον κόκκυγα («ουρά») μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, με πιο συνήθεις τους τραυματισμούς (κάταγμα, εξαρθρήματα, συνδεσμικές κακώσεις). Παράγοντες που επιτείνουν τα συμπτώματα είναι οι διαταραχές του παχέος εντέρου και η κακή ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς. (*)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- coccydynia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκκυγωδυνία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)