κομμίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομμίωση οι κομμιώσεις
      γενική της κομμίωσης* των κομμιώσεων
    αιτιατική την κομμίωση τις κομμιώσεις
     κλητική κομμίωση κομμιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κομμιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κομμίωση σε κλαδί κερασιάς

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομμίωση < (καθαρεύουσα) κομμίω(σις) + -ση[1] (απόδοση για τη νεολατινική gummosis) [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈmi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομ‐μί‐ω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομμίωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. κόμμι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κομμίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας