κερασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κερασιά | οι | κερασιές |
γενική | της | κερασιάς | των | κερασιών |
αιτιατική | την | κερασιά | τις | κερασιές |
κλητική | κερασιά | κερασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερασιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερασιά ή κερασά < ελληνιστική κοινή κερασία < αρχαία ελληνική κέρασ(ος) + -ία[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐σιά
- τονικό παρώνυμο: κεράσια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κερασιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο, (ταξινομικό είδος Prunus avium), με ελλειψοειδή οδοντωτά φύλλα και λευκά άνθη, και που καλλιεργείται τόσο για το ξύλο όσο και για τους μικρούς στρογγυλούς κόκκινους καρπούς, τα κεράσια
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κεράσι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερασιά
[επεξεργασία]
- ↑ κερασιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)