κουκουνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουκουνάρι | τα | κουκουνάρια |
γενική | του | κουκουναριού | των | κουκουναριών |
αιτιατική | το | κουκουνάρι | τα | κουκουνάρια |
κλητική | κουκουνάρι | κουκουνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουκουνάρι < μεσαιωνική ελληνική κουκουνάρι(ον) < αρχαία ελληνική κόκκων < κόκκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουκουνάρι ουδέτερο
- ο άσπρος σπόρος που βρίσκεται μέσα στην κουκουνάρα
- η κουκουνάρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)