Μετάβαση στο περιεχόμενο

κουκουνάρι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκουνάρι τα κουκουνάρια
      γενική του κουκουναριού των κουκουναριών
    αιτιατική το κουκουνάρι τα κουκουνάρια
     κλητική κουκουνάρι κουκουνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκουνάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκουνάρι[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.kuˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουκουνάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκουνάρι ουδέτερο

  1. ο άσπρος σπόρος που βρίσκεται μέσα στην κουκουνάρα
     συνώνυμα: κουκουναρόσπορος, πινόλια
  2. η κουκουνάρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκουνάρι < κουκουνάριον[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.kuˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουκουνάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκουνάρι ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]