κουτσάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουτσάκι τα κουτσάκια
      γενική
    αιτιατική το κουτσάκι τα κουτσάκια
     κλητική κουτσάκι κουτσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτσάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική küçük ή ίσως (άμεσο δάνειο) τουρκική köçek

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουτσάκι ουδέτερο

  1. (κρητικά) μικρό και ξερό ξύλο
  2. (κρητικά) ξύλινος πάσσαλος για το δέσιμο ζώων
  3. (μεταφορικά) (κρητικά) μόνος κι έρημος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014