κρυσταλλένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρυσταλλένιος | η | κρυσταλλένια | το | κρυσταλλένιο |
γενική | του | κρυσταλλένιου | της | κρυσταλλένιας | του | κρυσταλλένιου |
αιτιατική | τον | κρυσταλλένιο | την | κρυσταλλένια | το | κρυσταλλένιο |
κλητική | κρυσταλλένιε | κρυσταλλένια | κρυσταλλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρυσταλλένιοι | οι | κρυσταλλένιες | τα | κρυσταλλένια |
γενική | των | κρυσταλλένιων | των | κρυσταλλένιων | των | κρυσταλλένιων |
αιτιατική | τους | κρυσταλλένιους | τις | κρυσταλλένιες | τα | κρυσταλλένια |
κλητική | κρυσταλλένιοι | κρυσταλλένιες | κρυσταλλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρυσταλλένιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]κρυσταλλένιος
- φτιαγμένος από κρύσταλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρυσταλλένιος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)