κυτταρογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυτταρογένεση | οι | κυτταρογενέσεις |
γενική | της | κυτταρογένεσης* | των | κυτταρογενέσεων |
αιτιατική | την | κυτταρογένεση | τις | κυτταρογενέσεις |
κλητική | κυτταρογένεση | κυτταρογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτταρογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.ta.ɾoˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυτ‐τα‐ρο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυτταρογένεση θηλυκό
- (βιολογία) η γένεση / η δημιουργία νέων κυττάρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κυτταρογενετική
- κυτταρογενετικός
- → δείτε τις λέξεις κύτταρο και γίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ κυτταρογένεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)