Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαβομάνο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαβομάνο τα λαβομάνα
      γενική του λαβομάνου των λαβομάνων
    αιτιατική το λαβομάνο τα λαβομάνα
     κλητική λαβομάνο λαβομάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαβομάνο < ιταλική lavamano < lavare ( < λατινική lavo, πλένω) + mano ( < λατινική manus, χέρι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαβομάνο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) o νιπτήρας
  2. (παρωχημένο) χαμηλό έπιπλο με βαθούλωμα στο οποίο τοποθετούσαν μία λεκάνη και δίπλα της μία κανάτα με νερό, για να πλύνει κάποιος το πρόσωπό του και τα χέρια του
      Τὸ μάτι τοῦ μαρκονιστῆ ἔπεσε σ’ ἕνα μπουκάλι ποὺ βρισκόταν πάνου ἀπ’ τὸ λαβομάνο.
    Νίκος Καββαδίας, Βάρδια', 1954