λαοπρόβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λαοπρόβλητος, -η, -ο
- που έχει αναδειχθεί σε ηγετική προσωπικότητα έχοντας κερδίσει την εκτίμηση του λαού
- ο λαοπρόβλητος ηγέτης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαοπρόβλητος
|