λατυπογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λατυπογενής | η | λατυπογενής | το | λατυπογενές |
γενική | του | λατυπογενούς* | της | λατυπογενούς | του | λατυπογενούς |
αιτιατική | τον | λατυπογενή | τη | λατυπογενή | το | λατυπογενές |
κλητική | λατυπογενή(ς) | λατυπογενής | λατυπογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λατυπογενείς | οι | λατυπογενείς | τα | λατυπογενή |
γενική | των | λατυπογενών | των | λατυπογενών | των | λατυπογενών |
αιτιατική | τους | λατυπογενείς | τις | λατυπογενείς | τα | λατυπογενή |
κλητική | λατυπογενείς | λατυπογενείς | λατυπογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λατυπογενής
- (γεωλογία) που προέρχεται από λατύπες
- (γεωλογία) άλλη μορφή του λατυποπαγής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λατυπογενής
|